αισιόδοξος

αισιόδοξος
-η, -ο
1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής
2. αίσιος, ευνοϊκός
«αισιόδοξη προοπτική».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + -δοξος < δόξα
απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).
ΠΑΡ. aισιοδοξία, αισιοδοξώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αισιόδοξος — η, ο αυτός που πιστεύει στην καλή έκβαση των πραγμάτων: Ο άνθρωπος αυτός πάντα ήταν αισιόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισιοδοξώ — [αισιόδοξος] είμαι αισιόδοξος, ελπίζω σε ευνοϊκή έκβαση τών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • Scouts of Greece — or Soma Hellinon Proskopon (Σώμα Ελληνων Προσκόπων, ΣΕΠ) is the national Scouting association of Greece. Scouting in Greece started in 1910 and was among the charter members of the World Organization of the Scout Movement in 1922. The association …   Wikipedia

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

  • Elena Nathanail — Élena Nathanaíl Élena Nathanaíl (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille …   Wikipédia en Français

  • Élena Nathanaíl — (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille paternelle d Élena Nathanaíl,… …   Wikipédia en Français

  • αισιοδοξία — η 1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον 2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ αυτόν, οπτιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισιόδοξος απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.)… …   Dictionary of Greek

  • αισιομανής — ές ο μέχρι μανίας αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + μανής < ἐμάνην, μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • αισιόφρων — ( ονος), ον αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + φρων < φρην. ΠΑΡ. νεοελλ. αισιοφροσύνη, αισιοφρονώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”